τίλμα

τίλμα
τίλμα
anything pulled
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τίλμα — το, ΝΑ [τίλλω] μοτός, ξαντό νεοελλ. στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών αρχ. 1. τίλση 2. καθετί… …   Dictionary of Greek

  • τιλμάτων — τίλμα anything pulled neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλμασι — τίλμα anything pulled neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλμασιν — τίλμα anything pulled neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλματα — τίλμα anything pulled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλματι — τίλμα anything pulled neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλματος — τίλμα anything pulled neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλματ' — τίλματα , τίλμα anything pulled neut nom/voc/acc pl τίλματι , τίλμα anything pulled neut dat sg τίλματε , τίλμα anything pulled neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιλμάτιον — τὸ, Α [τίλμα, ατος] υποκορ. τού τίλμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”